- αντραίος
- ἀντραῑος, -α, -ον (Α) [άντρο]αυτός που συχνάζει ή ζει στα σπήλαια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντραία — ἀντραίᾱ , ἀντραῖος haunting caves fem nom/voc/acc dual ἀντραίᾱ , ἀντραῖος haunting caves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντρο — το (Α ἄντρον) σπήλαιο που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ανθρώπων, ζώων ή νυμφών νεοελλ. μτφ. καταφύγιο ή ορμητήριο κακοποιών αρχ. εσωτερικός θάλαμος, δωμάτιο, αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. ταυτίζεται με το αρμ. ayr «σπηλιά». Το λατ. antrum αποτελεί… … Dictionary of Greek